- (ε)ξωτικός
- (ε)ξωτικός(ε)ξωτικός, -ή και -ιά, -ό1. που προέρχεται από ξένα, μακρινά μέρη, ιδίως από τροπικές χώρες, ξένος, μη εγχώριος.2. (για φυτά), που φυτρώνει σε ξένους τόπους, που ήρθε από το εξωτερικό, που δεν είναι αυτοφυής: Εξωτικό λουλούδι.3. ασυνήθιστος στην εμφάνιση, αλλόκοτος, που σαν να ήρθε από άλλο κόσμο: Λαμποκοπούν κοράλλια και φύτρα εξωτικά (Μ. Μαλακάσης).4. που είναι έκτακτης, ασυνήθιστης ωραιότητας, σαν να προέρχεται από άλλους κόσμους: Εξωτική ομορφιά.5. (εκκλησ.), που δεν ανήκει στις τάξεις του κλήρου, λαϊκός, κοσμικός.6. το θηλ. ως ουσ., (ε)ξωτικιά και ξωθιά και συνήθ. στον πληθ., (ε)ξωτικιές φαντάσματα γυναικών καταπληκτικής ομορφιάς, νεράιδες, καλές κυράδες.7. μτφ., γυναίκα γοητευτική: Με πλάνεσε μια ξωτικιά στην ξενιτιά και πήρε τα συλλοϊκά μου (Ι. Γρυπάρης).8. το ουδ. ως ουσ., (ε)ξωτικό (βλ. λ.).ξωτικόςξωτικός, -ή και -ιά, -ό εξωτικός, αλλόκοτος, παράξενος: Είδα μια χώρα ξωτικιά στ’ ανήσυχο όνειρό μου (Πορφύρας).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.